Το rooibos ή αλλιώς Aspalathus linearis σύμφωνα με την επιστημονική ονομασία είναι ένας εγγενής θάμνος που βρίσκεται στα βουνά Cedarberg στην περιοχή του Δυτικού Ακρωτηρίου της Νότιας Αφρικής. Σήμερα, η καλλιέργειά του είναι εκτεταμένη για εμπορικούς σκοπούς ως τσάι βοτάνων (tisane ή herbal tea) και η δημοτικότητά του ολοένα και αυξάνεται παγκοσμίως. Στην πατρίδα του είναι ιδιαίτερα δημοφιλές ρόφημα και η παρασκευή του ως έγχυμα είναι γνωστή αιώνες τώρα.
Πέραν από την μακράν του ιστορία ως θεραπευτικό στην παραδοσιακή ιατρική, σήμερα πολυάριθμες έρευνες υποστηρίζουν σημαντικά οφέλη στον οργανισμό. Καθώς όλο και περισσότεροι καταναλωτές αναζητούν συνειδητά στην καθημερινή διατροφή τους τρόφιμα πλούσια σε αντιοξειδωτικά, τα herbal teas ή tisanes εντάσσονται δυναμικά στις προτιμήσεις τους. Είτε γιατί πιστεύουν ότι θα τους βοηθήσουν περισσότερο στην υγεία είτε γιατί πιστεύουν ότι αισθάνονται καλύτερα και παραμένουν υγιείς. Σύμφωνα με πηγή (Sage Group, 2004), η συνολική κατανάλωση των herbal teas ή tisanes αυξάνεται με ετήσιο ρυθμό 15 – 20% και οι περισσότεροι ενήλικες πλέον προσπαθούν να καταναλώνουν τρόφιμα με υψηλό ποσοστό αντιοξειδωτικών συμπεριλαμβανομένων και των tisanes.
Οι πολυφαινόλες που απαντώνται σε πολλά tisanes, όπως και στο rooibos και ιδιαίτερα τα φλαβονοειδή έχει βρεθεί ότι διαθέτουν ισχυρή αντιοξειδωτική, αντιμικροβιακή, αντιφλεγμονώδης δράση καθώς και αντινεοπλασματικές και αντι - μεταλλαξογόνες ιδιότητες. Οι φυτοχημικές ενώσεις και τα μικρό / μακρό θρεπτικά συστατικά τους συσχετίζονται άμεσα με χαμηλότερο κίνδυνο χρόνιων ασθενειών όπως καρδιοαγγειακά νοσήματα και αρκετές μορφές καρκίνου αν και θα πρέπει να διεξαχθούν περισσότερες έρευνες.
Στην επιστημονική βιβλιογραφία υπάρχουν πολυάριθμες εργαστηριακές μελέτες κυρίως που αναφέρουν την ευεργετική δράση του rooibos. Η βιοδραστικότητα του rooibos τσαγιού σύμφωνα με την ανασκόπηση των Mc Kay και Blumberg (2006) δημοσιευμένη στο περιοδικό Wiley InterScience συγκεντρώνει και κατηγοριοποιεί τα πλεονεκτήματα του εύγεστου tisane (rooibos).
Μία κούπα τσαγιού rooibos περιέχει 300 mg πρωτεΐνης με Cu και Mn στο 7.8% και 2.2% αντίστοιχα, ενώ Ca, Fe, K λιγότερο από 1% σύμφωνα με U.S. Daily Value. Η βιταμίνη C είναι <= 15.7% mg/100 mg στο αποξηραμένο τσάι σύμφωνα με τον Morton (1983), ενώ στο έγχυμα 122 – 155 μmol/ L βάση μετρήσεων του Hesseling et al (1979) αν και σε πιο πρόσφατες μελέτες οι τιμές διαφέρουν αρκετά. Το τσάι rooibos είναι από τις λίγες φυσικές πηγές της ασπαλαθίνης, καθώς και άλλες πολυφαινολικές ενώσεις που είναι παρών όπως η κουερσετίνη και αμινοξέα.
Αντιοξειδωτικές ιδιότητες: Σε εργαστηριακή μελέτη ο Joubert et al (2004) εκτίμησε την ικανότητα της αντιοξειδωτικής δράσης των φλαβονοειδών του rooibos μέσω της εξουδετέρωσης των ελεύθερων ριζών DPPH (diphenyl-2-picrylhydrazyl) και O2- . Και στις δύο μεθόδους, η κουερσετίνη και η ασπαλαθίνη παρουσίασαν την πιο ισχυρή αντιοξειδωτική δράση με την ασπαλαθίνη να είναι το ίδιο αποτελεσματική και στις δύο μεθόδους. Κατά τη διάρκεια της οξείδωσης η ασπαλαθίνη μετατρέπεται σε ισοοριεντίνη η οποία έχει παρόμοια δράση απέναντι στην DPPH.
Ενίσχυση ανοσοποιητικού: Η απόκριση του rooibos έδειξε ότι η παραγωγή ειδικού αντισώματος διεγείρεται σε κύτταρα σπλήνας σημαντικά (1 – 100 μg/ml τσαγιού). Σε κύτταρα που έχουν ήδη διεγερθεί από αντιγόνο έχοντας ήδη παρουσιάσει ήπιες αντιδράσεις (primed splenocytes), με εκχυλίσματα τσαγιού rooibos η παραγωγή της ιντερλευκίνης βρέθηκε να αυξάνεται. Η παραγωγή της ιντερλευκίνης έχει σημαντικό ρόλο στις απαντήσεις του οργανισμού σε λοιμώξεις και τραυματισμούς.
Χημειοπροστατευτικό: Σε εργαστηριακή μελέτη του 2002 από τον Edenharder et al (2002), εκτιμήθηκαν οι προστατευτικές ιδιότητες του rooibos τσαγιού κατά της γονιδιοτοξικότητας που προκαλείται από το 2 – ακετυλαμινοφλουορένιο (AAF) και το 2- αμινο -1-μεθυλ-6-φαινυλιμιδαζο πυριδίνης PhIP σε ινοβλάστες πνευμόνων από κινέζικα χάμστερς που έχουν τροποποιηθεί γενετικά για να εκφράσουν το κυτόχρωμα P450 το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στην ένταση και στη διάρκεια δράσης των φαρμάκων. Το διάλυμα με τσάι rooibos ανέστειλε σημαντικά την τοξικότητα του AAF (IC50 = 0.68% V/V), ενώ η τοξικότητα του PhIP μειώθηκε με έναν δοσοεξαρτώμενο τρόπο (IC50 = 1.29%). Η κουερσετίνη (1mM), συγκεκριμένα, παρουσίασε αρκετά ισχυρή δράση καθώς ανέστειλε σημαντικά τις επιδράσεις του PhIP (IC50 = 1.50μM).
Γαστρεντερικές δραστηριότητες: Εκχυλίσματα τσαγιού rooibos περιέχουν κουερσετίνη 5 μg/ml έδειξαν μείωση στις επαγόμενες συστολές της ακετυλοχολίνης στο 50% περίπου για αναστολή της ισταμίνης σε ειλεό χοιριδίων.
Καρκινογένεση: Έρευνα σε πειραματόζωα (δέρμα ποντικιών) του Marnewick et al (2005) έδειξε ότι εκχύλισμα τσαγιού rooibos μείωσε σημαντικά το μέσο αριθμό όγκων/ποντίκι. Λιγότερα ποντίκια (60%) σημειώθηκαν που έφεραν όγκο σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (ποντίκια χωρίς την εφαρμογή με rooibos). Για τις δοκιμασίες καρκινογένεσης χρησιμοποιήθηκαν σε τοπική εφαρμογή το διμεθυλοβενζ[α]ανθρακένιο (DMBA) ως εκκινητής για τη δημιουργία όγκων και ακολουθήθηκε η εφαρμογή 12-Ο-τετρα-δεκανοϋλοφωρολ-13-οξικό (TPA) ως προσαγωγέας για καρκίνο. Οι δοκιμασίες επαναλαμβάνονταν 2 φορές την εβδομάδα για 20 εβδομάδες. Η επίδραση των εκχυλισμάτων rooibos παρακολουθήθηκε από την πρώτη εβδομάδα εφαρμογής.
Βιοδιαθεσιμότητα σιδήρου: Μελέτη σε 30 υγιείς, νέους άνδρες 21 – 24 ετών διεξήχθη για τον προσδιορισμό της απορρόφησης του σιδήρου με τσάι rooibos από τον Hesseling et al (1979). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το τσάι rooibos δεν επηρεάζει την απορρόφηση του σιδήρου και δεν διαφέρει σημαντικά από το νερό. Όλα τα άτομα έλαβαν 1μCi ραδιενεργό σίδηρο συν 16 mg στοιχειακό σίδηρο είτε μαζί με τη λήψη rooibos είτε χωρίς. Η μέση απορρόφηση του σιδήρου εκτιμήθηκε δύο εβδομάδες αργότερα με τιμή 7.25% για την ομάδα με τσάι rooibos και με τιμή 9.34% για την ομάδα με το νερό. Κι άλλες μελέτες ακολούθησαν με τα ίδια συμπεράσματα.
Τοξικότητα: Ο Marnewick et al (2003) μελέτησε αρκετούς δείκτες όσον αφορά την ασφάλεια και τον έλεγχο εμφάνισης τοξικότητας από το rooibos τσάι, χορηγώντας στους αρουραίους rooibos τσάι 2g/100 ml νερό επί 10 συνεχείς εβδομάδες. Καμία αρνητική επίπτωση δε σημειώθηκε όσον αφορά το βάρος του σώματος, το ήπαρ, τους νεφρούς καθώς και τη συνολική χοληστερόλη και την κατάσταση του σιδήρου.
Γι’ αυτό και συμπερασματικά, οι ερευνητές καταλήγουν ότι η κατανάλωση των herbal teas ή αλλιώς tisanes είναι ένας έξυπνος και γρήγορος τρόπος για να αυξήσουμε τη πρόσληψη φυτοχημικών στοιχείων στην καθημερινή διατροφή μας – στοιχείων που προάγουν την καλή υγεία.